Saturday, December 30, 2006

ΓΙΑΝΝΗΣ Ο ΒΛΟΓΗΜΕΝΟΣ


(αντε λιγος ακομα κοντογλου και λιγο ακομα νοσταλγια για κατι που ποτε δεν ζησαμε αλλα νιωσαμε, οταν ειμασταν παιδια)

Ο αγιος Βασιλης, σαν περασανε τα Χριστουγεννα, πηρε το ραβδι του και γυρισε σ' ολα τα χωρια, να δει ποιος θα τον γιορτασει με καθαρη καρδια.Περασε απο λογιων-λογιων πολιτειες κι απο κεφαλοχωρια, μα σ' οποια πορτα κι αν χτυπησε δεν τ΄ανοιξανε, επειδη τον πηρανε για διακοναρη. Κ' εφευγε πικραμενος, γιατι ο ιδιος δεν ειχε αναγκη απο τους ανθρωπους, μα ενοιωθε το ποσο θα πονουσε η καρδια κανενος φτωχου απο την απονια που του δειξανε κεινοι οι ανθρωποι.

Μια μερα εφευγε απο ενα τετοιο ασπλαχνο χωριο, και περασε απο το νεκροταφειο, κ' ειδε τα κιβουρια πως ητανε ρημαγμενα, οι ταφοπετρες σπασμενες κι αναποδογυρισμενες, και τα νιοσκαφτα μνηματα ειτανε σκαλισμενα απο τα τσακαλια.
Σαν αγιος που ειτανε ακουσε πως μιλουσανε οι πεθαμενοι και λεγανε¨" Τον καιρο που ειμαστε στον απανω κοσμο, δουλεψαμε, βασανιστηκαμε, κι αφησαμε πισω μας παιδια κ' εγγονια να μας αναβουνε κανενα κερι, να μας καιγουνε λιγο λιβανι' μα δεν βλεπουμε τιποτα, μητε παπα στο κεφαλι μας να μας διαβασει παραστασιμο, μητε κολλυβα, παρα σαν να μην αφησαμε πισω μας κανεναν".
Κι ο αγιος Βασιλης παλι στεναχωρηθηκε κ' ειπε΄"Τουτοι οι χωριατες ουτε σε ζωντανο δε δινουνε βοηθεια, ουτε σε πεθαμενο", και βγηκε απο το νεκροταφειο, και περπατουσε ολομοναχος μεσα στα παγωμενα χιονια.
*******
Παραμονη της πρωτοχρονιας εφταξε σε κατι χωρια που ειτανε τα πιο φτωχα αναμεσα στα φτωχοχωρια, στα μερη της Ελλαδας. Ο παγωμενος αγερας βογκουσε αναμεσα στα χαμοδεντρα και στα βραχια, ψυχη ζωντανη δεν φαινοτανε, νυχτα πισσα!
Ειδε μπροστα του μια ραχουλα, κι απο κατω της ειτανε μια στρουγκα τρυπωμενη.
Ο αγιος Βασιλης μπηκε στη στανη και χτυπησε με το ραβδι του την πορτα της καλυβας και φωναξε΄"Ελεηστε με, τον φτωχο, για την ψυχη των αποθαμενων σας΄κι ο Χριστος μας διακονεψε σε τουτον τον κοσμο !".
Τα σκυλια ξυπνησανε και χυθηκανε απανω του, μα σαν πηγανε κοντα του και τον μυριστηκανε, πιασανε και κουνουσανε τις ουρες τους, και πλαγιαζανε στα ποδαρια του και γρουζανε παρακελιστικα και χαρουμενα.
Απανω σ' αυτα, ανοιξε η πορτα και βγηκε ενας τσοπανης, ως εικοσιπεντε χρονων παλληκαρι, με μαυρα στριφτα γενεια, ο Γιαννης ο Μπαρμπακος, ανθρωπος αθωος κι απελεκητος, προβατανθρωπος, και πριν να καλοιδει ποιος χτυπησε, ειπε΄"Ελα, ελα μεσα. Καλη μερα, καλη χρονια!".
Μεσα στο καλυβι εφεγγε ενα λυχναρι, κρεμασμενο απο πανω απο μια κουνια, που ειτανε δεμενη σε δυο παλουκια. Διπλα στο τζακι ειτανε τα στρωσιδια τους και κοιμοτανε η γυναικα του Γιαννη.
Αυτος, σαν εμπηκε μεσα ο αγιος Βασιλης, κ' ειδε πως ειτανε γερος σεβασμιος, πηρε το χερι του και τ΄ανεσπασθηκε κ' ειπε΄"Να' χω την ευχη σου γεροντα", και το λεγε σαν να τον γνωριζε κι απο πρωτυτερα, σα να' τανε πατερας του.
Και κεινος του ειπε¨ "Βλογημενος να' σαι, εσυ κι ολο το σπιτικο σου, και τα προβατα σου΄η ειρηνη του Θεου να' ναι απανω σας!"
Σηκωθηκε κ' η γυναικα και πηγε και προσκυνησε και κεινη τον γεροντα και φιλησε το χερι του και τη βλογησε.
Κι ο αγιος Βασιλης ειτανε σαν καλογερος ζητιανος, με μια σκουφια παλια στο κεφαλι του, και τα ρασα του ειτανε τριμμενα και μπαλωμενα και τα τσαρουχια του τρυπια, κ' ειχε κ' ενα παλιοταγαρο αδειανο.
Ο Γιαννης ο Βλογημενος εβαλε ξυλα στο τζακι. Και παρευθυς, φεγγοβολησε το καλυβι και φανηκε σαν παλατι.
Και φανηκανε τα δοκαρια, σα να' τανε μαλαμοκαπνισμενα, κ' οι πητιες που ειτανε κρεμασμενες φανηκανε σαν καντηλια, κ' οι καρδαρες και τα τυροβολια και τ' αλλα συνεργα που τυροκομουσε ο Γιαννης, γινηκανε σαν ασημενια, και σαν πλουμισμενα με διαμαντοπετρες φανηκανε, και τ' αλλα, τα φτωχα τα πραγματα που' χε μεσα στο καλυβι του ο Γιαννης ο Βλογημενος.
Και τα ξυλα που καιγοντανε στο τζακι τριζανε και λαλουσανε σαν τα πουλια που λαλουνε στον παραδεισο, και βγαζανε καποια ευωδια παντερπνη.
Τον αγιο Βασιλη τον βαλανε κ' εκατσε κοντα στη φωτια κ' η γυναικα του' θεσε μαξιλαρια ν' ακουμπησει. Κι ο γεροντας ξεπερασε το ταγαρι του απο το λαιμο και το' βαλε κοντα του, κ' εβγαλε και το παλιορασο του κι απομεινε με το ζωστικο του.
Κι ο Γιαννης ο Βλογημενος πηγε κι αρμεξε τα προβατα μαζι με τον παραγυιο του, κ' εβαλε μεσα στην κονιφιδα τα νιογεννητα τ' αρνια, κι υστερα χωρισε τις ετοιμογεννες προβατινες και τις κρατησε στο μαντρι, κι ο παραγυιος τα' βγαλε τ' αλλα στη βοσκη.
Λιγοστα ειτανε τα ζωντανα του, φτωχος ειτανε ο Γιαννης, μα ειτανε Βλογημενος.
Κ' ειχε μια χαρα μεγαλη, σε καθε ωρα, μερα και νυχτα, γιατι ειτανε καλος ανθρωπος κ' ειχε και καλη γυναικα, κι οποιος λαχαινε να περασει απο την καλυβα τους, σαν να' τανε αδελφος τους, τον περιποιοντανε.
Για τουτο κι ο αγιος Βασιλης κονεψε στο σπιτι τους, και καθησε μεσα, σα να' τανε δικο του σπιτι, και βλογηθηκανε τα θεμελια του.
Κεινη τη νυχτα τον περιμενανε ολες οι πολιτειες και τα χωρια της Οικουμενης, οι αρχοντοι, οι δεσποταδες κ' οι επισημοι ανθρωποι΄ μα εκεινος δεν πηγε σε κανεναν, παρα πηγε και κονεψε στο καλυβι του Γιαννη του Βλογημενου.
*****
Το λοιπον, σαν σκαρισανε τα προβατα, μπηκε μεσα ο Γιαννης και λεγει στον αγιο¨"Γεροντα, εχω χαρα μεγαλη. Θελω να μας διαβασεις τα γραμματα τ' Αη-Βασιλη. Εγω ειμαι ανθρωπος αγραμματος, μα αγαπω τα γραμματα της θρησκειας μας. Εχω και μια φυλλαδα απο εναν γουμενο αγιονοριτη, κι οποτε τυχει να περασει κανενας γραμματιζουμενος, τον βαζω και μου διαβαζει απο μεσα την φυλλαδα, γιατι δεν εχουμε κοντα μας εκκλησια".
Επιασε και θαμποφεγγε κατα το μερος της ανατολης. Ο αγιος Βασιλης σηκωθηκε και σταθηκε κατα την ανατολην κ' εκανε το σταυρο του, υστερα εσκυψε και πηρε μια φυλλαδα απο το ταγαρι του, κ' ειπε
¨"Ευλογητος ο Θεος ημων παντοτε, νυν και αει και εις τους αιωνας των αιωνων".
Κι ο Γιαννης ο Βλογημενος πηγε και σταθηκε απο πισω του, κ' η γυναικα βυζαξε το μωρο και πηγε και κεινη και σταθηκε κοντα του, με σταυρωμενα χερια.
Κι ο αγιος Βασιλης ειπε το "Θεος Κυριος" και τ' απολυτικιο της Περιτομης "Μορφην αναλλοιωτως ανθρωπινην προσελαβες", διχως να πει και το δικο του το απολυτικιο που λεγει "Εις πασαν την γην εξηλθεν ο φθογγος σου".
Η φωνη του ειτανε γλυκεια και ταπεινη, κι ο Γιαννης κ' η γυναικα του νοιωθανε μεγαλη κατανυξη , κι ας μην καταλαβαινανε τα γραμματα.
Κ' ειπε ο αγιος Βασιλης ολον τον Ορθρο και τον Κανονα της Εορτης¨"Δευτε λαοι ασωμεν ασμα Χριστω τω Θεω" χωρις να πει το δικο του τον Κανονα, που λεγει "Σου την φωνην εδει παρειναι , Βασιλειε".
Κ' υστερα ειπε ολη τη λειτουργια κ' εκανε απολυση και τους βλογησε.
Και σαν καθησανε στο τραπεζι και φαγανε και αποφαγανε, εφερε η γυναικα τη βασιλοπητα και την εβαλε απανω στο σοφρα.
Κι ο αγιος Βασιλης πηρε το μαχαιρι και σταυρωσε τη βασιλοπητα, κ' ειπε
΄"Εις το ονομα του Πατρος και του Υιου και του Αγιου Πνευματος"΄κ' εκοψε το πρωτο κομματι κ' ειπε¨"του Χριστου" κ' υστερα ειπε "της Παναγιας", κ' υστερα ειπε "του νοικοκυρη Γιαννη του Βλογημενου".
Του λεγει ο Γιαννης
¨"Γεροντα, ξεχασες τον αη-Βασιλη!".
Του λεγει ο αγιος
¨"Ναι καλα!" κ' υστερα λεγει
¨"Του δουλου του Θεου Βασιλειου".
Κ' υστερα λεγει παλι
¨"Του νοικοκυρη", "της νοικοκυρας", "του παιδιου", "του παραγυιου", "των ζωντανων", "των φτωχων".
Τοτε λεγει στον αγιο ο Γιαννης ο Βλογημενος
¨"Γεροντα, γιατι δεν εκοψες για την αγιωσυνη σου?"
Του λεγει ο αγιος
¨"Εκοψα, Βλογημενε!".
Μα ο Γιαννης δεν καταλαβε τιποτα ο μακαριος.
Κ' υστερα, σηκωθηκε ορθιος ο αγιος Βασιλειος κ' ειπε την ευχη του
¨"Κυριε ο Θεος μου, οιδα οτι ουκ ειμι αξιος, ουδε ικανος, ινα υπο την στεγην εισελθης του οικου της ψυχης μου".
Κ' ειπε ο Γιαννης ο Βλογημενος
¨"Πες μου, γεροντα, που ξερεις τα γραμματα, σε ποια παλατια αραγες πηγε σαν αποψε ο αγιος Βασιλης?
Οι αρχοντοι κ' οι βασιλιαδες τι αμαρτιες να' χουνε?
Εμεις οι φτωχοι ειμαστε αμαρτωλοι, επειδης η φτωχεια μας κανει να κολαζομαστε".
Κι ο αγιος Βασιλης δακρυσε κ' ειπε παλι την ευχη, αλλοιωτικα
¨"Κυριε, ο Θεος μου, οιδα οτι ο δουλος σου Ιωαννης ο απλους εστιν αξιος και ικανος ινα υπο την στεγην του εισελθης. Οτι νηπιος υπαρχει και τα μυστηρια Σου τοις νηπιοις αποκαλυπτεται".
Και παλι δεν καταλαβε τιποτα ο Γιαννης ο μακαριος, ο Γιαννης ο Βλογημενος.





καλη χρονια να εχουμε...

Sunday, December 24, 2006

Φώτης Κόντογλου

Χριστούγεννα στη σπηλιά


Χριστούγεννα παραμονές. Χριστούγεννα και χιονιάς πάντα πάνε μαζί. Μα εκείνη τη χρονιά οι καιροί ήτανε φουρτουνιασμένοι παρά φύση. Χιόνι δέν έρριχνε. Μοναχά που η ατμόσφαιρα ήτανε θυμωμένη, και φυσούσανε σκληροί βοριάδες με χιονόνερο και μ' αστραπές. Καμμιά βδομάδα ο καιρός καλωσύνεψε και φυσούσε μια τραμουντάνα που αρμενιζότανε. Μα την παραμονή τα κατσούφιασε. Την παραμονή από το πρωΐ ο ουρανός ήτανε μαύρος σαν μολύβι, κ' έπιασε κ' έρριχνε βελονιαστό χιονόνερο.

Σε μια τοποθεσία που τη λέγανε Σκρόφα, βρισκότανε ένα μαντρί με γιδοπρόδατα, απάνω σε μια πλαγιά του βουνού που κοίταζε κατά το πέλαγο. το μέρος αυτό ήτανε άγριο κ' έρημο, γεμάτο αγριόπρινα, σκίνους και κουμαριές, που ήτανε κατακόκκινες από τα κούμαρα. το μαντρί ήτανε τριγυρισμένο με ξεροτρόχαλο [=ξερολιθιά].

Οι τσομπάνηδες καθόντανε μέσα σε μια σπηλιά που βρισκότανε παραμέσα και πιο ψηλά από τη μάντρα και που κοίταζε κατά τη νοτιά. Μεγάλη σπηλιά, με τρία - τέσσερα χωρίσματα, κι αψηλή ως τρία μπόγια. Τα ζωντανά σταλιάζανε κάτω από τις χαμηλές σάγιες, που έσκυβες για να μπεις μέσα. Σωροί από κοπριά στεκόντανε εδώ κ' εκεί, και βγάζανε μια σπιρτόζα μυρουδιά. Χάμω, το χώμα ήτανε σκουπισμένο και καθαρό, γιατί οι τσομπάνηδες ήτανε μερακλήδες, και βάζανε τα παιδιά και σκουπίζανε ταχτικά με κάτι σκούπες κανωμένες από αστοιβιές.

Αρχιτσέλιγκας ήτανε ο Γιάννης ο Μπαρμπάκος, ένας άνθρωπος μισάγριος, γεννημένος ανάμεσα στα γίδια και στα πρόβατα. Ήτανε μαύρος, μαλλιαρός, με γένεια μαύρα κόρακας, σγουρά και σφιχτά σαν του κριαριού. Φορούσε σαλβάρια κοντά ως το γόνατο, σελάχι στη μέση του, ζουνάρι πλατύ, βαριά τζεσμέδια στα ποδάρια του. το κεφάλι του το είχε τυλιγμένο μ' ένα μεγάλο μαντίλι σαν σαρίκι, κ' οι μαρχαμάδες [= τα κρόσια] κρεμόντανε στο πρόσωπό του. Αρχαίος άνθρωπος!
Είχε δυο παραγυιούς, τον Αλέξη και τον Δυσσέα, δυο παλληκαρόπουλα ως είκοσι χρονών. Είχε και τρία παιδιά, που τους βοηθούσανε στ' άρμεγμα και κοιτάζανε το μαντρί νά 'ναι καθαρό. Αυτές οι έξι ψυχές εζούσανε σε κείνο το μέρος, κρυφά από τον Θεό. Ανάρια βλέπανε άνθρωπο.

Η σπηλιά ήτανε καπνισμένη κι ο βράχος είχε μαυρίσει ως απάνω από την καπνιά που έβγαινε από το στόμα της σπηλιάς. Εκεί μέσα είχανε τα γιατάκια τους, σαν μεντέρια, στρωμένα με προβιές. Στους τοίχους της σπηλιάς είχανε μπήξει παλούκια μέσα στις σκισμάδες του βράχου, και κρεμόντανε καρδάρες, τυροβόλια, μαγιές, τουφέκια και μαχαίρια, λες κ' ήτανε λημέρι των ληστών. Απ' έξω φυλάγανε οι σκύλοι, όλοι άγριοι σαν λύκοι.

Η ακροθαλασσιά βρισκότανε ως ένα τσιγάρο απόσταση από τη μάντρα. Ήτανε έρημη, κι άλλο δεν ακουγότανε εκεί πέρα παρά μοναχά ο αγκομαχητός του πελάγου, μέρα - νύχτα. Με τον βοριά απάγκιαζε, και καμμιά φορά πόδιζε κανένα καΐκι. Αλλιώς δεν έβλεπες βάρκα πουθενά. Από το μαντρί αγνάντευε κανένας το πέλαγο ανάμεσα στα δέντρα, και το μάτι ξεχώριζε καθαρά τα βουνά της Μυτιλήνης.

Την παραμονή τα Χριστούγεννα, είπαμε πως ο καιρός χάλασε, κι άρχισε να πέφτει χιονόνερο. Οι τσομπάνηδες είχανε μαζευτεί στη σπηλιά κι ανάψανε μια μεγάλη φωτιά και κουβεντιάζανε. Τα παιδιά είχανε σφάξει δυο αρνιά και τα γδέρνανε. Ο Αλέξης έβαλε απάνω σ' ένα ράφι μυτζήθρες και τυρί ανάλατο μέσα στα τυροβόλια, αγίζι και γιαούρτι. Ο Δυσσέας είχε μια παλιά Σύνοψη, κ' επειδή γνώριζε λίγο από ψαλτικά κ' ήξερε και πέντε γράμματα, διάβαζε τις Κυριακάδες κι όποτε ήτανε γιορτή κανένα τροπάρι και λιγοστά από τον Εξάψαλμο. Εκείνη την ώρα φυλλομετρούσε τη Σύνοψη, για να δει τι γράμματα ήτανε να πει.

Θά 'τανε ώρα σπερινού. Κείνη την ώρα ακούσανε κάτι τουφεκιές. Καταλάβανε πως θά 'τανε τίποτα κυνηγοί. το ένα παιδί, που είχε πάγει να φέρει ξύλα με τον γάϊδαρο, είπε πως το πρωΐ είχε ακούσει τουφεκιές κατά την από μέσα θάλασσα, κατά την Άγια-Παρασκευή. Οι σκύλοι πιάσανε και γαβγίζανε όλοι μαζί και πεταχτήκανε όξω από τη μάντρα.

Σε λίγο φανερωθήκανε από πάνω από τη σπηλιά δυό άνθρωποι με τουφέκια, και φωνάζανε τους τσομπάνηδες να μαζέψουνε τα σκυλιά, που χυμήξανε απάνω τους. Ο Σκούρης άφησε τους ανθρώπους κι άρπαξε ένα από τα ζαγάρια πού 'χανε οι κυνηγοί και το ξετίναζε να το πνίξει. Ο κυνηγός έρριξε απάνου του, και τα σκάγια τον πόνεσανε και γύρισε πίσω, μαζί με τ' άλλα μαντρόσκυλα, που πηγαίνανε πισώδρομα όσο κατεβαίνανε οι κυνηγοί. Τέλος πάντων, εβγήκε ο Μπαρμπάκος με τους άλλους και πιάσανε τον Σκούρη και τον δέσανε, διώξανε και τ' άλλα σκυλιά.

«Ώρα καλή, βρε παιδιά!» φώναξε ο Παναγής ο Καρδαμίτσας, ζωσμένος με τα φυσεγκλίκια, με το ταγάρι γεμάτο πουλιά.

Ο άλλος, που ήτανε μαζί του, ήτανε ο γυιός του ο Δημητρός.
«Πολλά τα έτη!» αποκριθήκανε ο Μπαρμπάκος κ' η συντροφιά του. «Καλώς ορίσατε!»
Τους πήγανε στη σπηλιά.
«Μωρέ, τ' είν' εδώ; Παλάτι! Παλάτι με βασιλοπούλες!» είπε ο μπάρμπα-Παναγής, δείχνοντας τις μυτζήθρες που αχνίζανε.

Τους βάλανε να καθήσουνε, τους κάνανε καφέ. Οι κυνηγοί είχανε κονιάκι. Κεραστήκανε.
«Βρε αδερφέ», έλεγε ο μπάρμπα-Παναγής, «ποιος να τό 'λεγε, χρονιάρα μέρα, πως θα κάνουμε Χριστούγεννα στο σπήλαιο που εγεννήθη ο Χριστός! Εχτές περάσαμε στην Άγια - Παρασκευή, να κυνηγήσουμε λίγο. Ε, δικός μας είναι ο ηγούμενος, κοιμηθήκαμε στο μοναστήρι, και σήμερα την αυγή βγήκαμε στο κυνήγι. Βλέποντας πως φουρτούνιασε ο καιρός, είπαμε πως δε θα μπορέσουμε να περάσουμε το μπουγάζι με τη σαπιόβαρκα του μπάρμπα-Μανώλη του Βασιλέ. Κ' επειδή ξέραμε απ' άλλη φορά το μαντρί, και με το κυνήγι πέσαμε σε τούτα τα σύνορα, είπαμε νά 'ρθουμε στ' αρχοντικό σας... Μωρέ, τι σκύλο έχετε; Αυτό είναι θηρίο, ασλάνι και καπλάνι!
Μπρε, μπρε, μπρε! το ζαγάρι το πετσόκοψε! Για κοίταξε τι χάλια το 'κανε!»

Και γύρισε σε μια γωνιά της σπηλιάς, που κλαμούριζε το σκυλί κ' έτρεμε σαν θερμιασμένο.
«Έλα δω, Φλοξ! Φλοξ!»
Μα η Φλοξ από την τρομάρα της τρύπωνε πιό βαθιά.
Άμα ήπιανε δυό-τρία κονιάκια, ο μπάρμπα-Παναγής άρχισε να μασά τα μουστάκια του, και στο τέλος έπιασε να τραγουδά:

Καλήν εσπέραν, άρχοντες, αν είναι ορισμός σας,
Χριστού την θείαν γέννησιν να πω στ' αρχοντικό σας.

Ύστερα ο Δυσσέας έψαλε το «Χριστός γεννάται, δοξάσατε».
Εκείνη την ώρα ακούσανε πάλι τα σκυλιά να γαβγίζουνε. Στείλανε τα παιδιά να δούνε τι είναι. Ο αγέρας είχε μπουρινιάσει κ' έρριχνε παγωμένο νερό. Κρύο τάντανο!

Σε λίγο πάψανε τα σκυλιά, και γυρίσανε πίσω τα παιδιά. Από πίσω τους μπήκανε στη σπηλιά τρεις άντρες, που φαινόντανε πως ήτανε θαλασσινοί, και δυό καλόγεροι, βρεμένοι όλοι και ξυλιασμένοι απ' το κρύο. Τους καλωσορίσανε, τους βάλανε και καθήσανε.

Μόλις πήγε κοντά στη φωτιά ο πρώτος, ο καπετάνιος, τον γνώρισε ο Μπαρμπάκος κ' έβγαλε μια χαρούμενη φωνή. Ήτανε ο καπετάν-Κωσταντής ο Μπιλικτσής, που ταξίδευε στην Πόλη. Είχε περάσει κι άλλη φορά από τη Σκρόφα, κ' είχανε δέσει φιλία με τον Μπαρμπάκο, που δεν ήξερε τι περιποίηση να τους κάνει. οι άλλοι δυό ήτανε γεμιτζήδες κι αυτοί, άνθρωποι του καϊκιού του.

Ο ένας από τους καλόγερους, ένας σωματώδης με μαύρα γένεια, ομορφάνθρωπος, ήτανε ο πάτερ-Σιλβέστρος Κουκουτός, καλογερόπαπας. Ο άλλος ήτανε λιγνός, με λίγες ανάριες τρίχες στο πηγούνι, σαν τον Άγιο Γιάννη τον Καλυβίτη. Τον λέγανε Αρσένιο Σγουρή.

Ο καπετάν-Κωσταντής ερχότανε από την Πόλη και πήρε στο καΐκι τον πάτερ-Σίλβεστρο, που είχε πάγει στην Πόλη από τ' Άγιον Όρος για ελέη, κ' ήθελε να κάνει Χριστούγεννα στην πατρίδα του. Ο πάτερ-Αρσένιος είχε ταξιδέψει μαζί του από τη Μονή του Παντοκράτορας στο Όρος, κ' ήτανε από τη Θεσσαλία.

Ταξιδέψανε καλά. Μα σαν καβατζάρανε τον Κάβο-Μπαμπά, ο αγέρας μπουρίνιασε, κι όλη τη μέρα αρμενίζανε με μουδαρισμένα πανιά και με τον στάντζο, ως που φτάξανε κατά το βράδυ απ' έξω από το Ταλιάνι. Ο καιρός σκύλιαξε κι ο καπετάνιος δεν μπόρεσε να 'μπει στο μπουγάζι, να κάνουνε Χριστούγεννα στην πατρίδα.
Αποφάσισε λοιπόν να ποδίσει, και πήγε και φουντάρισε στ' απάγκειο, πίσω από έναν μικρόν κάβο, από κάτω από το μαντρί. Κ' επειδή θυμήθηκε τον φίλο του τον Μπαρμπάκο, πήρε τους γέροντες και τους δυο άλλους νοματέους και τραβήξανε για το αγίλι [=μαντρί]. Στο τσερνίκι είχανε αφήσει τον μπαρμπ' - Απόστολο με τον μούτσο.

Σάν είδανε πως στη σπηλιά βρισκότανε κι ο κυρ-Παναγής με τον κυρ-Δημητρό, γίνηκε μεγάλη χαρά και φασαρία.

«Μωρέ να δεις», έλεγε ο κυρ-Παναγής, «τώρα ψέλναμε το τροπάρι, κι απάνω που λέγαμε «εν αυτή γαρ οι τοις άστροις λατρεύοντες υπό αστέρος εδιδάσκοντο...», φτάξατε κ' εσείς οι μάγοι με τα δώρα! Γιατί βλέπω μια νταμιζάνα κρασί, βλέπω λακέρδα, βλέπω χαβιάρια, βλέπω παξιμάδια, μπακλαβάδες, «σμύρναν, χρυσόν και λίβανον»!
Χα! Χα! Χα!» — γελούσε δυνατά ο κυρ-Παναγής, μισομεθυσμένος και ψευδίζοντας, και χάϊδευε την κοιλιά του, γιατί ήτανε καλοφαγάς.

Στο μεταξύ ο πάτερ - Αρσένιος ο Σγουρής ζωντάνεψε ο καϊμένος, κ' είπε σιγανά χαμογελώντας και τρίδοντας τα χέρια του:

«Δόξα σοι ο θεός, Κύριε ημών Ιησού Χριστέ, που μας ελύτρωσες εκ του κλύδωνος!» κ' έκανε τον σταυρό του.

Ο πάτερ - Σίλβεστρος είπε να σηκωθούνε όρθιοι, κ' είπε λίγες ευχές, το «Χριστός γεννάται», κ' ύστερα με τη βροντερή φωνή του έψαλε:
«Μεγάλυνον, ψυχή μου, την τιμιωτέραν και ενδοξοτέραν των άνω στρατευμάτων.

Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον. Ουρανόν το σπήλαιον, θρόνον χερουβικόν την Παρθένον, την φάτνην χωρίον, εν ω ανεκλίθη ο αχώρητος Χριστός ο Θεός, ον ανυμνούντες μεγαλύνομεν.»

Ύστερα καθήσανε στο τραπέζι. Τέτοιο τραπέζι βλογημένο και χαρούμενο δεν έγινε σε κανένα παλάτι. Τρώγανε και ψέλνανε. Και του πουλιού το γάλα είχε απάνω, από τα μοσκοβολημένα τ' αρνιά, τα τυριά, τα μανούρια, τις μυτζήθρες, τις μπεκάτσες και τ' άλλα πουλιά του κυνηγιού, ως τη λακέρδα και τ' άλλα τα πολίτικα που φέρανε οι θαλασσινοί, καθώς και κρασί μπρούσικο.

Όξω φυσομανούσε ο χιονιάς, και βογγούσανε τα δέντρα κ' η θάλασσα από μακριά. Ανάμεσα στα βουΐσματα ακουγόντανε και τα κουδούνια από τα ζωντανά που αναχαράζανε. Μέσα από τη σπηλιά έβγαινε η κόκκινη αντιφεγγιά της φωτιάς μαζί με τις ψαλμωδίες και με τις χαρούμενες φωνές. Κι ο κυρ-Παναγής έκλεβε κάπου-κάπου λίγον ύπνο, ρουχάλιζε λιγάκι κ' ύστερα ξυπνούσε κ' έψελνε μαζί με τη συνοδεία.

Αληθινά, από τη Γέννηση του Χριστού δεν έλειπε τίποτα. Όλα υπήρχανε: το σπήλαιο, οι ποιμένες, οι μάγοι με τα δώρα, κι ο ίδιος ο Χριστός ήτανε παρών με τους δύο μαθητές του, που ευλογούσανε
«την βρώσιν και την πόσιν».

Thursday, December 21, 2006

καποιες στιγμες κατι ακους, κατι βλεπεις, κατι καταλαβαινεις και αλλαζει ολος ο τροπος που βλεπεις τα πραγματα. ερχεται ένα κυμα και σου δινει μια γερη και η καινουρια ακτη εχει άλλη θεα της αληθειας που ζουσες μεχρι τωρα. αλλαζουν τα νοηματα αλλαζουν και τα βλεμματα αλλαζει ο χρονος και ο ρολος του καθενος σ’αυτό το κοντσερτο. μονο που δεν ξερω ποσο γρηγορα φευγει αυτος ο κομπος που σε κανει να τρεχεις στο κεφαλι σου και να φωτιζεις παλι και παλι καποιες γωνιες ουρλιαζοντας γιατι να μην σου συμβει αυτη η αληθεια πριν 10 λεπτα, πριν 15 μερες, πριν 20 χρονια. δεν ξερω ποσο κραταει αυτό το τρεξιμο αλλα μαλλον είναι ο ιδιος ο τυφλωτης σου που μεταμφιεσμενος τωρα σε φως, ψυχοραγει να σε κρατησει ακομα στο σκοταδι του μεχρι -ισως- να ξεχασεις την ακτη που σημερα πρωτοκολυμπησες. και αυτος να συνεχισει να ζει και να βασιλευει για λιγο ακομα.αντε και λιγο ακομα. ισως μια ζωη.


μη μασας ομως. ξερεις πολυ καλα τι πρεπει να κανεις .

αυριο θα δουμε τι μαθαμε ολοι σημερα..

αϊντε και καληνυχτες "μεγαλε"!

Wednesday, December 20, 2006


WOODSTOCK 1985;


ακου τωρα τι μου θυμιζεις...

3η λυκειου. το 5μελες τον επαιζε και δεν ειχε καν στα σχεδια καποια εκδηλωση για να μαζεψουμε το χρημα για την 5ημερη. μετα απο πολλα μπινελικια οτι ειναι απλα κοματοσκυλα κλπκλπ καταφερα να τους αποσπασω την ατακα: "αν περνιεσαι μαγκας κανονισε κατι μονος σου". αδραξα λοιπον την ευκαιρια που εψαχνα χρονια. σε 2 βδομαδες ειχε τοιχοκολληθει η πετρουπολη ,το μισο περιστερι, τα νεα λιοσια(ιλιον) και σχεδον ολοι οι αγ.αναργυροι με την ανακοινωση οτι το Γ5 του 2ου λυκειου πετρουπολης θα κανει προβολη της ταινιας WOODSTOCK. ολα τα ειχα φτιαξει ετσι που να μην μπορουν να κανουν τιποτα οι breakdancers του 5μελους. ειδαν κι αυτοι την ανακοινωση στις κολωνες και στις στασεις.

ετρεχα μυστικα ακομα κι απο κολλητους συμαθητες μην βγει παραπερα οτι θα καναμε προβολη ταινιας -και ποιας ταινιας- και οχι ντισκο παρτυ, και αρχισουν οι γνωστες μουρμουρες και χαζοτσαμπουκαδες. μονο με ενα πολυ φιλο κολλησαμε τις αφισες. και τρεξαμε και κουβαλησαμε μονοι μας με το λεωφορειο τις κοπιες απο καπου στην ακαδημιας. τα θυμαμαι τωρα και λεω γαμω την τρελλα μου γαμω...

το μεσημερι καποιας κυριακης -πρεπει να βρω ημερομηνιες- εγινε η προβολη στο σινεμα "διανα" στο σημερινο ιλιον. μαζευτηκε και η σαρα και η μαρα και το κακο και το συναπαντημα. κοψαμε γυρω στα 400 εισιτηρια εβαλα και καμια 30ρια δικους μου τζαμπα. η περιοχη ειναι λιγο γουεστερν και ειδικα τοτε ηταν πεινασμενο γουεστερν. ειχαμε ανεβει ολοι πανω στα καθισματα λες και ειμασταν στην συναυλια. κατι πηγε να πει ο σινεματζης αλλα η καταναλωση αλκοολουχων ηταν απροσμενα μεγαλη και ειδικα για κυριακη πρωι. τι να λεγε δηλαδη; τελος παντων.

πρεπει να βρω τις αφισες απο τοτε να τις ποσταρω. ρε τι μου θυμησατε;

α! ναι! μετα κατηγορησαν οτι εφαγα λεφτα (ελλαδαρα), τα οποια δεν εφαγα τοτε αλλα στην επομενη εκδηλωση που παλι εγω ετρεξα και εγινε μια τεραστια παρταρα στο tatoo club ενα τελειως undergound μαγαζι της πετρουπολης. τοτε δεν με κατηγορησαν για τιποτα(ελλαδαρα). 3 φιλοι καναμε τζαμπα την εκδρομη μετα την πρωτη προσβολη για υπεξαίρεση χρηματων.

Tuesday, December 12, 2006


"they call me Willliam the pleaser... "

ενταξει εγω ειμαι psycho αλλα ποσο το γουσταρω αυτο το "lucinda" απο το brawlers του tom waits;